λυκαυγής

λυκαυγής
λῠκαυγής, ές, ([etym.] Λύκη)
A of or at the grey-twilight, Heraclit.All.7; τὸ λ. early dawn, Luc.VH2.12, Agath.4.20, etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λυκαυγής — ές (AM λυκαυγής, ές) 1. αυτός που φέγγει ελάχιστα, που φωτίζει αμυδρά 2. το ουδ. ως ουσ. το λυκαυγές το χρονικό διάστημα λίγο πριν από την ανατολή τού ηλίου, καθώς και το διάχυτο φως που υπάρχει στην ατμόσφαιρα αυτή την ώρα («οὐδ ἡμέρα πάνυ… …   Dictionary of Greek

  • λυκαυγές — λυκαυγής of masc/fem voc sg λυκαυγής of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυκαυγοῦς — λυκαυγής of masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυγή — Το χρονικό διάστημα που προηγείται της ανατολής του Ήλιου. Κατά το διάστημα της α. πραγματοποιείται το φαινόμενο του λυκαυγούς. Ο ουρανός φωτίζεται στην ανατολή και το φως διαχέεται αργά. Ο Ήλιος, όταν βρίσκεται κοντά στον ορίζοντα, φωτίζει τα… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • λυκαυγές — το (AM λυκαυγές) βλ. λυκαυγής …   Dictionary of Greek

  • λυκαυγίζει — (Μ) απρόσ. [λυκαυγής] ξημερώνει, χαράζει …   Dictionary of Greek

  • λυκοειδής — ές (Α λυκοειδής, ές) αυτός που μοιάζει με λύκο αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «λυκαυγής», ανάμικτος ή διακοσμημένος με λευκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + ειδής*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”